Ένα αριστούργημα του 18ου αιώνα που προσφέρει μια μοναδική οπτική στη δυτική κοινωνία, μέσα από τα μάτια μιας ιθαγενούς.
— Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (BNF)
Η Γκραφινί καταφέρνει να συνδυάσει την ευαισθησία με την κοινωνική κριτική. Και με αυτό τον τρόπο, δημιουργεί ένα έργο διαχρονικής αξίας.
– Project MUSE
Διακόσια εβδομήντα επτά χρόνια περίμενε το όνομα της Φρανσουάζ ντε Γκραφινί, για να γραφτεί με ελληνικούς χαρακτήρες. Η συγγραφέας ενός από τα μεγαλύτερα best seller κατά τον 18ο αιώνα ήταν παντελώς άγνωστη στην τουρκοκρατούμενη τότε Ελλάδα και παρέμεινε έτσι και στους επόμενους αιώνες, καθώς η επαναστατική θεματολογία του έργου της θεωρούνταν «απαγορευμένος καρπός» για οποιονδήποτε εκδότη.
Οι Επιστολές μιας Περουβιανής εκδόθηκαν το 1747 και μεμιάς, έγιναν από τα πιο δημοφιλή αναγνώσματα, με περισσότερες από πενήντα εκδόσεις να κυκλοφορούν στη Γαλλία και σαράντα μεταφράσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ωστόσο, η σκληρή κριτική ματιά της συγγραφέα απέναντι σε όλα τα δεινά του δυτικού κόσμου, στην πατριαρχία, στις αδικίες, στον άκρατο καπιταλισμό, στα θρησκευτικά παράδοξα, καθώς και τα φιλελεύθερα μηνύματά της, χαρακτηρίστηκαν ως «επικίνδυνες σοσιαλιστικές ιδέες, ανάξιες ανάγνωσης» από τον Σαρλ-Ωγκυστέν Σαιντ-Μπεβ περί το 1850. Έκτοτε, η ένδοξη φήμη του μυθιστορήματος άρχισε να φθίνει.
Έπρεπε να φτάσουμε στα τέλη του 20ού αιώνα, για να αναβιώσουν ξανά στο εξωτερικό, μέσα από προσεγμένες εκδόσεις, οι περιπέτειες της νεαρής ιθαγενούς πριγκίπισσας Ζίλια, που απήχθη στο Περού από τους «βάρβαρους» Ισπανούς κατακτητές και κατέληξε εγκλωβισμένη στην –έμπλεη κοινωνικών ανισοτήτων– Γαλλία, μακριά από τον έρωτα της ζωής της, τον βασιλιά των Ίνκας, Άζα.
Σήμερα, παραπάνω από δυόμισι αιώνες μετά την αρχική έκδοση των Επιστολών μιας Περουβιανής, η Εκδοτική Belle Époque αισθάνεται μεγάλη περηφάνια που ζωντανεύει ξανά, για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, τον θρύλο του «χαμένου έρωτα» της Ζίλια και του Άζα.
❝ Χωρίς χρυσό είναι αδύνατον να αποκτήσεις ένα κομμάτι γης, την οποία η φύση προσέφερε, για να τη μοιράζονται όλοι οι άνθρωποι. Αλλά χωρίς να έχεις αυτό που λένε «ιδιοκτησία», δεν μπορείς να αποκτήσεις χρυσό. Είναι μια αντίφαση απελπιστικά αντίθετη με την κοινή λογική. Κι αυτός ο ξιπασμένος λαός, ακολουθώντας έναν εντελώς κούφιο κώδικα τιμής, απολύτως δικής τους επινόησης, θεωρεί ντροπή να κερδίζεις τα απαραίτητα για τη συντήρηση και τη θέση σου, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός από την είσπραξή τους από τον ηγεμόνα. Ωστόσο, αυτός ο άρχοντας ευνοεί με τη γενναιοδωρία του μόνο ελάχιστους υπηκόους του σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους που βρίσκονται σε ανάγκη.
Πρώτον, η λεπτομερής σκιαγράφηση, με γλαφυρό και απολαυστικό τρόπο, της κουλτούρας και των ηθών των Ίνκας. Έχοντας εντρυφήσει ιστορικά στον πολιτισμό τους, παρουσιάζει στον αναγνώστη πώς ένας λαός ινδιάνων κατόρθωσε να αναπτυχθεί, με βασικά του εφόδια την τιμιότητα, την ειλικρίνεια και την ευγνωμοσύνη για τα «δώρα της φύσης».
Δεύτερον, το σθένος της συγγραφέα να καυτηριάσει, δίχως το παραμικρό έλεος, την παραφροσύνη, την ανειλικρίνεια, την ανηθικότητα της «πολιτισμένης Ευρώπης». Για να επιτύχει τον σκοπό της, αξιοποιεί το επιστολικό τέχνασμα του Μοντεσκιέ –με τον οποίο η ίδια διατηρούσε φιλικές σχέσεις–, τοποθετώντας ως ουδέτερη παρατηρήτρια μια αθώα και αγνή πρωταγωνίστρια, που πασχίζει να βρει τα πατήματά της στη Γαλλία και να προσαρμοστεί σε έναν νέο για την ίδια κόσμο. Η αντίφαση μίας –φαινομενικά– πρωτόγονης ιθαγενούς να στηλιτεύει με αυθεντικότητα την υποκρισία που συναντά στη γαλλική κοινωνία, είναι διάχυτη σε όλο το έργο.
Τρίτον, η ίδια η ιστορία που ξεδιπλώνεται επιστολή προς επιστολή, η οποία είναι συναρπαστική, συγκινητική και άκρως ανατρεπτική. Η Γκραφινί ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στην εξέλιξη της πλοκής και στα μηνύματα που μεταδίδουν οι πρωταγωνιστές, χωρίς ποτέ το ένα στοιχείο να επισκιάζει το άλλο.
Τέταρτον, τα μηνύματα του έργου, που παραμένουν διαχρονικά και επίκαιρα. Τα κακώς κείμενα της εκπαίδευσης, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η άνιση κατανομή του πλούτου, οι θρησκευτικοί παραλογισμοί, οι επίπλαστες απολαύσεις, ο χλευασμός της διαφορετικότητας, που επικρίνει –αρχικά με αφέλεια και, στην πορεία, με θυμό– η ηρωίδα, κάνουν τον αναγνώστη να απορεί, αν πράγματι το μυθιστόρημα γράφτηκε κατά τον 18ο αιώνα και όχι σήμερα, στον 21ο.
Η Μαντάμ Ντε Γκραφινί γεννήθηκε στη Νανσί της Λωρραίνης στις 12 Δεκεμβρίου του 1695 και πέθανε στο Παρίσι στα 64 χρόνια της. Το πλήρες πατρικό της όνομα ήταν Φρανσουάζ ντ’ Ισεμπούργκ ντι Μπισόν ντ’ Απονκού. Από τον σύζυγό της, Φραγκίσκο Ιγκέ ντε Γκραφινί , υπέστη ιδιαίτερη κακομεταχείριση και ύστερα από πολλά χρόνια ηρωικής υπομονής, κατάφερε να χωρίσει και μάλιστα, να πάρει διαζύγιο με επίσημη δικαστική απόφαση. Εντωμεταξύ, είχε αποκτήσει μαζί του παιδιά, τα οποία όμως πέθαναν όλα σε νεαρή ηλικία.
Η Μαντάμ ντε Γκραφινί είχε σοβαρό παρουσιαστικό και στη συναναστροφή μαζί της δεν φαίνονταν αμέσως όλα εκείνα τα χαρίσματα που είχε από τη φύση της, όπως η ορθή κρίση, η καλοκάγαθη και τρυφερή καρδιά της, η ζεστασιά κι η καταδεκτικότητα, μαζί με την έλλειψη επιτήδευσης.
Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με ορισμένους από τους κορυφαίους διανοούμενους της εποχής, όπως ο Βολταίρος, γεγονός πάντως που δεν ήταν αρκετό, για να την προφυλάξει από τις φυλετικές και κοινωνικές αδικίες, που με δυναμισμό η ίδια κατέκρινε. Το 1747 εξέδωσε τις Επιστολές μιας Περουβιανής, που έμελλε να γίνουν η μεγαλύτερή της επιτυχία. Ωστόσο, πολλοί εκδότες –με περίσσιο θράσος– επενέβησαν στο έργο της, με βάναυσο τρόπο. Στην ελληνική μετάφραση της Εκδοτικής Belle Epoque παρουσιάζεται η πρωτότυπη έκδοση της Γκραφινί, ενώ στο Επίμετρο αποκαλύπτεται όλο το ιστορικό των θρασύτατων παρεμβάσεων των Ευρωπαίων εκδοτών.