Η «ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ» ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ
Οι «ευφυείς» διοργανωτές της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1904 στο Σαιντ Λούις –όλοι τους λευκοί– δεν είχαν κανένα πρόβλημα να λύσουν την εξίσωση του προβλήματος μονομιάς. Ποιο ήταν αυτό το πρόβλημα; Ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν ήταν αρκετά διασκεδαστικοί, ούτε θεαματικοί. Θεώρησαν ότι απαιτείται ένα γεγονός που θα αφύπνιζε και θα διασκέδαζε όσους θεατές δεν ενδιαφέρονται για κούρσες και άλματα. Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ήδη γίνει μια χώρα που καλούσε μετανάστες των «διαφορετικών» εθνοτήτων και η Παγκόσμια Έκθεση είχε προσελκύσει σαν μαγνήτης άπορους εργάτες από τα πιο μακρινά γεωγραφικά μήκη και πλάτη του πλανήτη. Με τόσο άφθονο «υλικό», προέκυψαν οι «Ανθρωπολογικές Ημέρες», οι οποίες δεν είχαν και ιδιαίτερη σχέση με τη μελέτη της ανθρώπινης πραγματικότητας. Αβορίγινες, Αφρικανοί κι Αμερικανοί, Κινέζοι, Μαυριτανοί και Σύριοι, όλοι τους ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές, έδιναν πνοή σε ένα είδος ζωολογικού κήπου ανθρώπων.
Όπως στα τσίρκο με τα ζώα, τα «δείγματα» αναγκάζονταν να τρώνε πιθήκους κι άλλα εξωτικά φαγητά. Επιπλέον, τους επέβαλλαν να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς ρίψης βαρών και σε διάφορα άλλα γελοία αγωνίσματα. Το κακόγουστο θέαμα κορυφώθηκε με ένα τουρνουά μάχης, που, με ένα πιο εξελιγμένο στυλ του ρωμαϊκού Κολοσσαίου, έφερνε αντιμέτωπους ανόμοιους ανθρώπους, όπως έναν μαύρο γίγαντα απέναντι σε δύο πυγμαίους. Το θέαμα ήταν θλιβερό αλλά πρωτότυπο, και προκάλεσε γέλια στο κοινό.
Όταν ο Κουμπερτέν έμαθε τι συνέβη, το περιέγραψε ως εξωφρενικό και ως χαρακτηριστικό μιας νεαρής χώρας, αλλά προειδοποίησε ότι όταν αυτοί οι μαύροι και οι κίτρινοι μάθουν να τρέχουν, να πηδούν και να κάνουν ρίψεις, θα ξεπεράσουν τους λευκούς. Και δεν είχε καθόλου άδικο.